Με αφορμή το
μήνυμα που έλαβα από έναν αναγνώστη, γράφω αυτό το κείμενο για να
μοιραστώ την απάντηση μου και με τους υπόλοιπους από εσάς μιας που βρήκα το
θέμα πολύ ενδιαφέρον.
Θα συνοψίσω
τα λόγια του σε μια ερώτηση «Αν δεν είμαι το μυαλό μου, τότε ποιος είμαι;». Επιλέγω
συνειδητά να χρησιμοποιήσω αυτή την ερώτηση για δύο λόγους πέρα από το γεγονός
ότι περιγράφει χαρακτηριστικά τον προβληματισμό του ανθρώπου αυτού.
Ο πρώτος
είναι πως τη φράση ‘’ο άνθρωπος είναι το μυαλό του’’ την έχω συναντήσει αρκετές
φορές και ίσως αυτή να είναι μια καλή ευκαιρία για να αναλογιστούμε πάνω σε
αυτή.
Ξεκινώντας υπάρχει
κάτι που μπορώ να πω με βεβαιότητα πως κανείς από εμάς δεν είναι. Δεν είμαστε
το μυαλό μας και δεν θα μπορούσαμε με κανένα τρόπο να είμαστε. Λέγοντας τη λέξη
«μυαλό» συνήθως αναφέρεται κανείς στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται.
Η σκέψη βέβαια
είναι μια διαδικασία η οποία λαμβάνει χώρα στο όργανο που ονομάζουμε εγκέφαλο. Όπως δεν είμαστε το χέρι μας , η μύτη μας, ο
αφαλός μας, η καρδιά μας έτσι δεν είμαστε και ο εγκέφαλος μας. Όλα όσα ανέφερα μαζί
με τα υπόλοιπα γνωστά μας, είναι όργανα του σώματος τα οποία συνεργάζονται μεταξύ
τους προκειμένου εμείς να ‘’λειτουργούμε’’ μιας που έτσι μας έφτιαξε η φύση.
Παρατηρήστε
λοιπόν το εξής παράδοξο: μπορούμε για το χέρι μας , τα δάχτυλα μας, τη μύτη μας
να πούμε με βεβαιότητα αν μας ρωτήσει κανείς πως δεν είμαστε αυτά. Ναι είναι
μέλη του σώματος μας, αλλά δεν είναι αυτό που είμαστε. Δεν είμαστε αυτά.
Όμως με το μυαλό δεν συμβαίνει το ίδιο. Εδώ
που τα λέμε, σε περίπτωση που μου συμβεί να χάσω ένα μου δάχτυλο δεν θα συμβεί το ίδιο με το να
πάψω να έχω εγκέφαλο γιατί τότε μάλλον δεν θα ‘’λειτουργώ’’ πια. Δεν θα μπορώ
να σκέπτομαι. Επομένως μιλάμε για ένα
όργανο με σημαντική αξία για εμάς. Παρόλα αυτά βέβαια, παραμένει όργανο.
Επιστρέφοντας
λοιπόν στην άλλη χρήση της λέξης μυαλό, θα μπορούσαμε επίσης να πούμε πως εκτός
από το γεγονός πως δεν είμαστε ο εγκέφαλος μας, υπάρχει και κάτι άλλο που
μοιάζει να μην είμαστε. Ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε. Αυτός δεν έχει
δημιουργηθεί από τη φύση όπως ο εγκέφαλος μας και εμείς ολόκληροι.
Το
περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε συνέβαλε στην διαμόρφωση του. Οι άνθρωποι με τους
οποίους μεγαλώσαμε συνέβαλαν στη δημιουργία του.
Οι δάσκαλοι, οι φίλοι, η κοινωνία
στην οποία ζούμε. Κανείς από εμάς δεν γεννήθηκε με έναν εγκατεστημένο στον
εγκέφαλο του τρόπο σκέψης. Μάθαμε κατά
βάση από τους εκάστοτε ‘’άλλους’’ της ζωής μας έναν τρόπο για να σκεπτόμαστε,
με τον οποίο φαίνεται να έχουμε ταυτιστεί τόσο ώστε να λέμε πως είμαστε αυτός,
πως είμαστε το μυαλό μας.
Ο δεύτερος λόγος
που επέλεξα να χρησιμοποιήσω το παραπάνω ερώτημα είναι γιατί στο δεύτερο
μέρος του εκφράζει μια πανανθρώπινη
ανάγκη. Την ανάγκη του να δώσουμε μια απάντηση στο τι τελικά είμαστε, ποιοι είμαστε.
Η βαθιά αυτή ανάγκη μας κάνει να δίνουμε πιθανές απαντήσεις ή να ψάχνουμε για
πιθανές απαντήσεις τις οποίες συχνά και υιοθετούμε χωρίς να το σκεφτούμε και
πολύ.
Η αλήθεια
είναι πως όσες απαντήσεις κι αν προσπαθήσουμε να δώσουμε δεν ξέρω αν θα βρεθεί
ποτέ καμία αρκετά ικανοποιητική που να μπορεί να περιγράψει ένα βίωμα που για
τον καθένα από εμάς είναι μοναδικό και εντελώς διαφορετικό. Την εμπειρία του να
είσαι.
Πέρα από
κάθε ερώτηση και πέρα από κάθε προσπάθεια απάντησης, υπάρχει μόνο ένας τρόπος
να έρθεις σε επαφή με αυτό που υπάρχει μέσα σου και όμως δεν μπορείς να το
περιγράψεις με λόγια. Να έρθεις σε επαφή με την ίδια σου την ύπαρξη. Πως; Δημιουργώντας της χώρο να αναδυθεί έτσι
ώστε να μπορέσεις να τη δεις καθαρά.
Αυτό που
είμαστε, μπορούμε να το βιώσουμε μόνο κάνοντας ησυχία. Ησυχία από τον θόρυβο
που προκαλούν όλες αυτές οι πιθανές απαντήσεις και όλες αυτές οι σκέψεις που
δεν είμαστε. Όταν πάψουμε να είμαστε το μυαλό μας, οι σκέψεις μας ή ό, τι άλλο
χρησιμοποιούμε σαν προσδιορισμό του ποιοι είμαστε.
Όταν δεν θα υπάρχουν ερωτήσεις ή απαντήσεις.
Μόνο τότε θα υπάρχει χώρος για αυτό που είμαστε. Θα υπάρχουμε εμείς και αυτή η
εμπειρία θα είναι απολύτως προσωπική υπόθεση. Τότε δεν θα χρειαζόμαστε καμία απάντηση.