Το παρακάτω κείμενο είναι γραμμένο από ένα άτομο που θέλησε να μοιραστεί την δική του εμπειρία από την επαφή του με την μεγαλύτερη -μέχρι στιγμής- απώλεια της ζωής του...
Σε ευχαριστώ!!!
Μάρτιος. Ο καιρός άρχισε να γλυκαίνει. Η πόλη είναι τόσο
όμορφη.. Χαλαρό πορτοκαλί στον ουρανό, είναι αργά το απόγευμα. Μπαίνω στο σπίτι,, αλλά η μαμά λείπει…
Η μαμά δε λείπει ποτέ, με πιάνει ένα πλάκωμα και φοβάμαι να
ρωτήσω τον αδερφό μου τι συμβαίνει.. Αγριεύω, η άγνοια με κυριεύει, πρέπει να
μάθω..
Τον ρωτάω, «πήγαν στο νοσοκομείο με το μπαμπά», μου λέει. Παγώνω. Tο
μυαλό μου αμέσως τρέχει στα χειρότερα, φοβάμαι και έχω αμφιβολίες για το πόσο
σοβαρά είναι τα πράγματα. Περνάει η ώρα και σαν να είμαι υπνωτισμένη δεν κάνω
τίποτα. Σκέφτομαι να τηλεφωνήσω στη μαμά. Φοβάμαι όμως για αυτά που θα ακούσω...
Ωστόσο η ώρα συνεχίζει να περνάει και δεν αντέχω άλλο την αναμονή. Τηλεφωνώ, είναι στεναχωρημένη
αλλά ψύχραιμη, προσπαθεί να μου δώσει κουράγιο. Δεν θυμάμαι τι μου είπε
ακριβώς, ούτε πως πέρασε εκείνο το βράδυ. Σαν να ήθελα να τα διαγράψω όλα.
Η επόμενη μέρα μας βρήκε στο νοσοκομείο, όπως και πολλές από
τις επόμενες.. κάθε φορά που πήγαινα, που δυστυχώς δεν ήταν κάθε μέρα,
συγκυρίες και αποστάσεις που προσπαθούσα να εκμηδενίσω..- είχα αγωνία και
προσμονή να ακούσω ένα καλό νέο, να μάθω μια αλλαγή, προσευχόμουν στο θεό και
την ίδια στιγμή έκλαιγα σαν μωρό και ρώταγα τον εαυτό μου «τι θα κάνω αν πεθάνει
ο μπαμπάς».
Ο μπαμπάς δεν άντεξε, πέθανε και ήταν πρωταπριλιά. Δεν ήταν
όμως αστείο. Αυτή η υποθετική ερώτηση που τριβέλιζε και κατακυρίευε ο μυαλό μου
έγινε η πραγματικότητα μου. Η μαμά μου εκείνο το απόγευμα μου είπε «Ο πατέρας
σας χάνεται». Λύγισα.. Έψαχνα να βρω τρόπο να φτάσω γρήγορα στο νοσοκομείο να
τον προλάβω, να του μιλήσω, να τον κρατήσω μαζί μας. Δεν πρόλαβα..
Και όταν στη
διαδρομή μας πήρε η μαμά τηλέφωνο άρχισα να νοιώθω όλη μου την ύπαρξη να
καταρρέει.. Καμία ελπίδα.. Καμία λογική σκέψη. Απέραντη θλίψη και μεγάλο σοκ.
Πως είναι δυνατόν να έφυγε ο μπαμπάς? Να με άφησε, εμένα που μου είχε αδυναμία,
Γιατί ο δικός μου μπαμπάς, γιατί δεν τον πρόλαβα…
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολες.. Ένα ασυνήθιστα βαρύ συναίσθημα με κυρίευε. Τα μαύρα ρούχα το έκαναν ακόμη
βαρύτερο.. Είχαμε πένθος, δεν είχα νόημα για μένα, δεν με ένοιαζα.. Ένιωθα σαν
το κοριτσάκι με τα σπίρτα και αυτό με έκανε περισσότερο από κάθε άλλη φορά εσωστρεφή.
Ένιωθα αδύναμη, ευάλωτη με τρομερές τύψεις που πέθανε μόνος του σε ένα
νοσοκομείο και μεγάλη ευθύνη για τη μαμά μου.. Ο βράχος της ζωής μας που
προσπαθούσε με κάθε τρόπο πετυχημένο ή όχι να μας στηρίξει και να μας βοηθήσει
να το ξεπεράσουμε.
Εγώ όμως ήμουν μόνη, ήμουν απροστάτευτη. Ότι και αν έκανα,
όπως και να συμπεριφερόμουν, πάντα είχα ένα λόγο να κλαίω και να θέλω να
απομονώνομαι για να μη με βλέπουν..
Πάντα είχα ένα λόγο να χορεύω το βαρύ ζεμπέκικο που άρεσε στο μπαμπά μου
και μετά να κλαίω με λυγμούς.. Να μιλάω στη φωτογραφία του, τα πηγαίνω κάθε
μέρα στο νεκροταφείο, να μαζεύω ένα-ένα τα πράγματα του σε ένα κουτί..
Ήμουν ήδη βυθισμένη στη θλίψη για πολλά χρόνια καθώς είχα
ήδη συνηθίσει να ζω με τη στεναχώρια μου σαν φυσιολογικό συναίσθημα ζωής.
Πέρασαν περίπου 6 χρόνια για να συνειδητοποιήσω -και με τις σωστές οδηγίες- ότι
δεν είναι η ζωή που θέλω και κυρίως η ζωή που θα ήθελε εκείνος για μένα.
Η
καρδιά μου σταμάτησε να είναι κομματιασμένη και πληγωμένη.. Αποδέχτηκα την
απουσία του. Συμφιλιώθηκα με την «ορφάνια» και σταμάτησα να πιστεύω ότι
υστερώ.... Σταμάτησα να έχω τύψεις, δεν υπήρχε πραγματικός λόγος ούτε και όταν
τις απέκτησα.. Ξεχώρισα τις μνήμες και κράτησα τις καλύτερες. Τον συγχώρησα,
όπως συγχώρησα και μένα. Και έπαψα να κλαίω. Πλέον τον θυμάμαι με
χαμόγελο. Όχι βέβαια ότι δεν υπάρχουν
δύσκολες στιγμές, αλλά ακόμη και αυτές είναι πιο ανώδυνες...
Στον μπαμπούλη μου
Λ.Κ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου